Ο Νικόλαος Πλαστήρας (1883 – 1953) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Έγινε γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου έγινε γνωστός ως Μαύρος Καβαλάρης) και την Μικρασιατική εκστρατεία και πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα. Ήταν φιλοβενιζελικός και κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1950-1952.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, κατατάχθηκε στον Στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα: αφού εγκατέλειψε τη μονάδα του, μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών. Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της απόστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ερχόμενος πρώτος επιλαχών. Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και επειδή αυτό ανήκε στη Στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τις πρώτες που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του λοχαγού λόγω «εξαιρέτων πράξεων».
Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα: από τη Χίο όπου βρισκόταν φεύγει για την Αθήνα και συναντά τον Στέφανο Σαράφη. Μαζί συνεννοούνται για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου. Ο Πλαστήρας μεταβαίνει στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο. Όμως του ανακοινώνεται η επικείμενη σύλληψή του λόγω ακριβώς του σχεδίου που οργάνωνε. Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ακύρωσε τα σχέδιά του αλλά και τη σύλληψή του. Επιστρέφει στη Χίο και ολοκληρώνει το σχεδιασμό άμυνας του νησιού.
Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ’ αυτό. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 κι όταν βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή μαζί με άλλους αξιωματικούς με τον Βενιζέλο, για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με τον Γαλλικό Στρατό στη Θεσσαλονίκη[8]. Αυτός τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα προκειμένου να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν κι άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα. Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στη μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ’ ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη.
Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων. Μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη.
Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Μεταξύ άλλων προέβαινε σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους τσέτες και στην προάσπιση των ελληνικών πληθυσμών, ενώ ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο με σκοπό την φροντίδα των ορφανών Ελληνόπουλων. Επίσης προέλασε τον Ιούνιο του 1920 καταλαμβάνοντας το Αξάρι. Στις εκλογές του 1920 οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των στρατιωτών στο Μικρασιατικό μέτωπο, ο Πλαστήρας φρόντισε να διεξαχθούν άψογα στον τομέα του, όπου η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα, ενώ χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, «ο αγαπητός στους άνδρες του Πλαστήρας απέφυγε τη μετάθεση» αν και συκοφαντήθηκε για «περιύβριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου». Τελικά αποκαλύφθηκε η εις βάρος του ψευδής καταγγελία.
Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ» (Στρατός του Διαβόλου). Κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού το καλοκαίρι του 1921, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γκρότο, πέρα από τον Σαγγάριο.Γιά μη συμμόρφωση σε διαταγές τον Αύγουστο του 1922 προτάθηκε η παραπομπή του σε στρατοδικείο διότι ,σύμφωνα με την ανακριτική επιτροπή, προέκυψαν σοβαρά στοιχεία,επί τη βάσει των οποίων δέον να στηριχθή κατηγορία προς ποινική δίωξίν του. Το στρατοδικείο δεν έγινε διότι ήδη τον Σεπτέμβριο ο Πλαστήρας έκανε κίνημα και όρισε δική του κυβέρνηση. Αναφέρεται ότι τις νύχτες έμενε μόνος του ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας. Κατά την κατάρρευση του μετώπου, ο Πλαστήρας κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους.
1952.